πεζοβόας: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεζοβόας -ου, ὁ [πεζός, βοή] Dor. voetsoldaat.
|elnltext=πεζοβόας -ου, ὁ [[[πεζός]], [[βοή]]] Dor. voetsoldaat.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοβόας Medium diacritics: πεζοβόας Low diacritics: πεζοβόας Capitals: ΠΕΖΟΒΟΑΣ
Transliteration A: pezobóas Transliteration B: pezoboas Transliteration C: pezovoas Beta Code: pezobo/as

English (LSJ)

α, Dor. for -βόης, ὁ, one who responds to the battle-cry on foot, foot-soldier, Pi.N.9.34.

German (Pape)

[Seite 542] dor. statt -βόης, ὁ, Fußschreier, d. i., Fußkämpfer, Streiter zu Fuße, Pind. N. 9, 34.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat à pied.
Étymologie: πεζός, βοή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζοβόας -ου, ὁ [πεζός, βοή] Dor. voetsoldaat.

Russian (Dvoretsky)

πεζοβόας: ου ὁ дор. = * πεζοβόης.

English (Slater)

πεζοβόας footsoldier Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34)

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός
2. (κατ' επέκτ.) πεζός στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο-βόας].

Greek Monotonic

πεζοβόας: Δωρ. αντί -βόης, -ου, (βοάω), αυτός που κραυγάζει στη μάχη πεζός, πεζός στρατιώτης, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοβόας: Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν πεζός, πεζὸς στρατιώτης, Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.

Middle Liddell

πεζο-βόας, δοριξ φορ -βόης, ου, ὁ, βοάω
one who shouts the battle-cry on foot, a foot-soldier, Pind.