πανοικεσίᾳ: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πανοικεσίᾳ [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.
|elnltext=πανοικεσίᾳ [[[πᾶς]], [[οἶκος]]] adv., met de hele familie.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=adv., = [[πανοικησίᾳ]].
|ptext=adv., = [[πανοικησίᾳ]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοικεσίᾳ Medium diacritics: πανοικεσίᾳ Low diacritics: πανοικεσία Capitals: ΠΑΝΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: panoikesíāi Transliteration B: panoikesia Transliteration C: panoikesia Beta Code: panoikesi/a|

English (LSJ)

Adv. with all the household, Th.2.16, 3.57, Antipho Soph.108, D.H.7.18, PLond.2.479.4 (iii A. D.), etc.:—also πᾰνοικ-ησίᾳ, Max.Tyr.19.1, Sammelb.6267.18 (iii A. D.), v.l. in Th.3.57.

Greek Monolingual

και πανοικησίᾳ Α
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῦν το», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πανοικεσία < παν- + -οικεσία (< θ. οἰκέτ- του οἰκέτ-ης με συριστικοποίηση του -τ- + κατάλ. -ία), πρβλ. απ-οικεσία, κατ-οικεσία. Ο τ. πανοικησίᾳ < παν- + οἴκησις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικεσίᾳ [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.

German (Pape)

adv., = πανοικησίᾳ.