πολύσκιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύσκιος -ον [πολύς, σκιά] [[schaduwrijk]]. | |elnltext=πολύσκιος -ον [[[πολύς]], [[σκιά]]] [[schaduwrijk]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:01, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, very shady, Hp.Aff.60, A.R.4.166, Jo.Gaz.Ecphr.2.289, interpol. in Dsc.1.126.
German (Pape)
[Seite 673] mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσκιος -ον [πολύς, σκιά] schaduwrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύσκιος: густо затененный, тенистый (Xen. - v.l. παλίσκιος).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκιος: -ον, λίαν σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166.
Greek Monolingual
-α, -ο / πολύσκιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος].