πολύχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] [[kleurrijk]].
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [[[πολύς]], [[χρόα]]] [[kleurrijk]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχροος]].
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχροος]].
}}
}}

Revision as of 14:02, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρους Medium diacritics: πολύχρους Low diacritics: πολύχρους Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ
Transliteration A: polýchrous Transliteration B: polychrous Transliteration C: polychrous Beta Code: polu/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύχροος.