πρασοειδής: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρασοειδής -ές [πράσον, εἶδος] [[groen als prei]]. | |elnltext=πρασοειδής -ές [[[πράσον]], [[εἶδος]]] [[groen als prei]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, leek-green, Hp.Prog.11, Arist.Col.795a4.
German (Pape)
[Seite 694] ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρασοειδής -ές [πράσον, εἶδος] groen als prei.
Russian (Dvoretsky)
πρᾰσοειδής: Arst. = πράσινος.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πράσον, Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + -ειδής].