θολώδης: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.). | |elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - ''[[sc.]]'' τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:13, 30 November 2022
English (LSJ)
ες, muddy, turbid, of water, Hp.Aër.8 (Sup. -έστατος) ; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16; also θ. καπνός Vett.Val.345.21; πῦρ lamb.Myst.2.4.
German (Pape)
[Seite 1214] ες, = θολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.
Russian (Dvoretsky)
θολώδης: наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ βάτραχος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θολώδης: -ες, τεθολωμένος, βορβορώδης, ἀκάθαρτος, ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285 (ἐν τῷ ὑπερθ. -έστατος)· ἐν ταῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 2.
Greek Monolingual
θολώδης, -ες ΑΜ
θολός
(κυρίως για νερό ή καπνό ή φωτιά) θολός, ακάθαρτος, ταραγμένος, βορβορώδης.