θολώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.).
|elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - ''[[sc.]]'' τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολώδης Medium diacritics: θολώδης Low diacritics: θολώδης Capitals: ΘΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tholṓdēs Transliteration B: tholōdēs Transliteration C: tholodis Beta Code: qolw/dhs

English (LSJ)

ες, muddy, turbid, of water, Hp.Aër.8 (Sup. -έστατος) ; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16; also θ. καπνός Vett.Val.345.21; πῦρ lamb.Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 1214] ες, = θολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.

Russian (Dvoretsky)

θολώδης: наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ βάτραχος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θολώδης: -ες, τεθολωμένος, βορβορώδης, ἀκάθαρτος, ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285 (ἐν τῷ ὑπερθ. -έστατος)· ἐν ταῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 2.

Greek Monolingual

θολώδης, -ες ΑΜ
θολός
(κυρίως για νερό ή καπνό ή φωτιά) θολός, ακάθαρτος, ταραγμένος, βορβορώδης.