Θησηΐς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "ΐδος" to "ΐδος")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=THisiis
|Transliteration C=THisiis
|Beta Code=*qhshi/+s
|Beta Code=*qhshi/+s
|Definition=ΐδος, contr. Θησῄς, ῆδος, fem. of [[Θήσειος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of Theseus]], χθών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>1026</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., <span class="title">Theseid</span>, a poem on Theseus, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span> 1451a20</span>, <span class="bibl">D.L.2.59</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> name of a mode of hair-cutting, used by Theseus, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>5</span>.</span>
|Definition=ΐδος, contr. [[Θησῄς]], ῆδος, fem. of [[Θήσειος]],<br><span class="bld">A</span> [[of Theseus]], [[χθών]] A.Eu.1026.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[Theseid]], a [[poem]] on [[Theseus]], Arist.Po. 1451a20, D.L.2.59.<br><span class="bld">2</span> name of a [[mode]] of [[hair]]-[[cut]]ting, used by [[Theseus]], Plu.Thes.5.
}}
{{bailly
|btext=ΐδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> de Thésée;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[Θησηΐς]] coiffure à la Thésée, <i>càd</i> avec le devant de la tête seul tondu.<br />'''Étymologie:''' [[Θησεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''Θησηΐς:''' ΐδος [adj. f к [[Θησεύς]] тесеева ([[χθών]] Aesch.).<br />ΐδος ἡ Тесеида<br /><b class="num">1</b> поэма о Тесее Arst., Diog. L.;<br /><b class="num">2</b> ''[[sc.]]'' [[κουρά]], прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Θησηΐς''': ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ [[Θησηΐς]], [[ποίημα]] περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) [[εἶδος]] κουρᾶς τῆς [[κόμης]], ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ [[Θησεύς]], δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ [[αὐτοῦ]] [[Θησηΐς]], Πλούτ. ἐν Θησ. 5.
|lstext='''Θησηΐς''': ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ [[Θησηΐς]], [[ποίημα]] περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) [[εἶδος]] κουρᾶς τῆς [[κόμης]], ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ [[Θησεύς]], δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ [[αὐτοῦ]] [[Θησηΐς]], Πλούτ. ἐν Θησ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ΐδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> de Thésée;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[Θησηΐς]] coiffure à la Thésée, <i>càd</i> avec le devant de la tête seul tondu.<br />'''Étymologie:''' [[Θησεύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θησηΐς:''' -ΐδος,<br /><b class="num">I.</b> συνηρ. <i>Θησῇς</i>, <i>-ῆδος</i>, θηλ. του [[Θήσειος]], για το Θησέα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η «Θησηίδα», [[ποίημα]] που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ονομασία]] τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''Θησηΐς:''' -ΐδος,<br /><b class="num">I.</b> συνηρ. <i>Θησῇς</i>, <i>-ῆδος</i>, θηλ. του [[Θήσειος]], για το Θησέα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η «Θησηίδα», [[ποίημα]] που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ονομασία]] τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θησηΐς:''' ΐδος [adj. f к [[Θησεύς]] тесеева ([[χθών]] Aesch.).<br />ΐδος ἡ Тесеида<br /><b class="num">1)</b> поэма о Тесее Arst., Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> sc. [[κουρά]], прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησηΐς Medium diacritics: Θησηΐς Low diacritics: Θησηΐς Capitals: ΘΗΣΗΪΣ
Transliteration A: Thēsēḯs Transliteration B: Thēsēis Transliteration C: THisiis Beta Code: *qhshi/+s

English (LSJ)

ΐδος, contr. Θησῄς, ῆδος, fem. of Θήσειος,
A of Theseus, χθών A.Eu.1026.
II Subst., Theseid, a poem on Theseus, Arist.Po. 1451a20, D.L.2.59.
2 name of a mode of hair-cutting, used by Theseus, Plu.Thes.5.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
1 adj. f. de Thésée;
2 subst.Θησηΐς coiffure à la Thésée, càd avec le devant de la tête seul tondu.
Étymologie: Θησεύς.

Russian (Dvoretsky)

Θησηΐς: ΐδος [adj. f к Θησεύς тесеева (χθών Aesch.).
ΐδος ἡ Тесеида
1 поэма о Тесее Arst., Diog. L.;
2 sc. κουρά, прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Θησηΐς: ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ Θησηΐς, ποίημα περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) εἶδος κουρᾶς τῆς κόμης, ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ Θησεύς, δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ αὐτοῦ Θησηΐς, Πλούτ. ἐν Θησ. 5.

Greek Monotonic

Θησηΐς: -ΐδος,
I. συνηρ. Θησῇς, -ῆδος, θηλ. του Θήσειος, για το Θησέα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., η «Θησηίδα», ποίημα που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.
2. ονομασία τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.