οἰκοδομητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikodomitikos
|Transliteration C=oikodomitikos
|Beta Code=oi)kodomhtiko/s
|Beta Code=oi)kodomhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[fitted for building]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) [[architecture]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>5</span> (al. <b class="b3">-δομική</b>).
|Definition=ή, όν, [[fitted for building]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[architecture]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>5</span> (al. <b class="b3">-δομική</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκοδομητικός]], ή, όν<br />fitted for [[building]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ [[architecture]], Luc.
|mdlsjtxt=[[οἰκοδομητικός]], ή, όν<br />fitted for [[building]]: ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ [[architecture]], Luc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>den [[Hausbau]] [[betreffend]]</i>; ἡ [[οἰκοδομητική]], ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], <i>die [[Baukunst]]</i>, Sp., wie Luc. <i>Cont</i>. 5.
|ptext=ή, όν, <i>den [[Hausbau]] [[betreffend]]</i>; ἡ [[οἰκοδομητική]], ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], <i>die [[Baukunst]]</i>, Sp., wie Luc. <i>Cont</i>. 5.
}}
}}

Revision as of 11:28, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητικός Medium diacritics: οἰκοδομητικός Low diacritics: οικοδομητικός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikodomētikós Transliteration B: oikodomētikos Transliteration C: oikodomitikos Beta Code: oi)kodomhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fitted for building: ἡ -κή (sc. τέχνη) architecture, Luc.Cont.5 (al. -δομική).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική).

Greek Monolingual

οἰκοδομητικός, -ή, -όν (Α) οικοδομητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική
(ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική.

Greek Monotonic

οἰκοδομητικός: -ή, -όν, κατάλληλος για οικοδόμηση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), αρχιτεκτονική, σε Λουκ.

Middle Liddell

οἰκοδομητικός, ή, όν
fitted for building: ἡ -κή (sc. τέχνἠ architecture, Luc.

German (Pape)

ή, όν, den Hausbau betreffend; ἡ οἰκοδομητική, sc. τέχνη, die Baukunst, Sp., wie Luc. Cont. 5.