προθαλής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προθᾰλής:''' [[быстро растущий]] (sc. [[παῖς]] HH). | |elrutext='''προθᾰλής:''' [[быстро растущий]] (''[[sc.]]'' [[παῖς]] HH). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, (θάλλω) early growing, precocious, h.Cer.241.
German (Pape)
[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
προθᾰλής: быстро растущий (sc. παῖς HH).
Greek (Liddell-Scott)
προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].
Greek Monotonic
προθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει νωρίς, σε Ομηρ. Ύμν.