ὀνοτός: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀνοτός]] [[contemptible]] οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)
|sltr=[[ὀνοτός]] [[contemptible]] οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (''[[sc.]]'' Μέλισσος) (I. 4.51)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτός Medium diacritics: ὀνοτός Low diacritics: ονοτός Capitals: ΟΝΟΤΟΣ
Transliteration A: onotós Transliteration B: onotos Transliteration C: onotos Beta Code: o)noto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ὀνοστός.

German (Pape)

[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτός: Pind. = ὀνοστός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.

English (Slater)

ὀνοτός contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) βλ. ονοστός.

Greek Monotonic

ὀνοτός: -ή, -όν, = ὀνοστός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀνοτός, ή, όν = ὀνοστός, Pind.]