κοσμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui crée le monde.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui crée le monde.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[ποιέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die Welt [[machend]], [[erschaffend]]</i>; Plut. <i>plac.phil</i>. 1.25; Philo.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμοποιός]], -oν (ΑM)<br />αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κοσμοποιός]]<br />ο [[πλάστης]] του κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ζωοποιός]], [[θεοποιός]].
|mltxt=[[κοσμοποιός]], -oν (ΑM)<br />αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κοσμοποιός]]<br />ο [[πλάστης]] του κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ζωοποιός]], [[θεοποιός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die Welt [[machend]], [[erschaffend]]</i>; Plut. <i>plac.phil</i>. 1.25; Philo.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοποιός Medium diacritics: κοσμοποιός Low diacritics: κοσμοποιός Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kosmopoiós Transliteration B: kosmopoios Transliteration C: kosmopoios Beta Code: kosmopoio/s

English (LSJ)

όν, creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, , creator, Ph.1.2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.

German (Pape)

die Welt machend, erschaffend; Plut. plac.phil. 1.25; Philo.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.

Greek Monolingual

κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωοποιός, θεοποιός.