νάσσα: Difference between revisions

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ναίω]]¹.
|btext=v. [[ναίω]]¹.
}}
{{pape
|ptext=aor. act. zu [[ναίω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νάσσα:''' Επικ. αντί [[ἔνασσα]], αόρ. αʹ του [[ναίω]]<br /><b class="num">Α.</b> II. <i>-νάσσατο</i>, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
|lsmtext='''νάσσα:''' Επικ. αντί [[ἔνασσα]], αόρ. αʹ του [[ναίω]]<br /><b class="num">Α.</b> II. <i>-νάσσατο</i>, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
}}
{{pape
|ptext=aor. act. zu [[ναίω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάσσα Medium diacritics: νάσσα Low diacritics: νάσσα Capitals: ΝΑΣΣΑ
Transliteration A: nássa Transliteration B: nassa Transliteration C: nassa Beta Code: na/ssa

English (LSJ)

νάσσατο, v. ναίω.

French (Bailly abrégé)

v. ναίω¹.

German (Pape)

aor. act. zu ναίω.

Russian (Dvoretsky)

νάσσα: (= ἔνασσα) aor. к ναίω I.

Greek (Liddell-Scott)

νάσσα: νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. ναίω.

English (Autenrieth)

see ναίω.

Greek Monolingual

(I)
η
ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa < νεολατ. nassa < λατ. nassa «αλιευτικό καλάθι»].
(II)
νᾱσσα, ἡ (Α)
(βοιωτ. τ.) βλ. νῆττα.

Greek Monotonic

νάσσα: Επικ. αντί ἔνασσα, αόρ. αʹ του ναίω
Α. II. -νάσσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.