φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ion. = [[φοινικοπάρειος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοπάρῃος:''' пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοπάρῃος:''' пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]<br />red-cheeked, epith. of ships, the [[bows]] of [[which]] were [[painted]] red, Od.
|mdlsjtxt=φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]<br />red-cheeked, epith. of ships, the [[bows]] of [[which]] were [[painted]] red, Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs (litt. aux joues) écarlates (navire).
Étymologie: ion. p. *φοινικοπαρειος de φοῖνιξ¹, παρειά.

German (Pape)

[ῑ], ion. = φοινικοπάρειος.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοπάρῃος: пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами (νηῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ μιλτοπάρῃος, ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.

Greek Monotonic

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί -πάρειος, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]
red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.