ἐϋκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ep. = [[εὐκνήμις]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋκνήμῑς:''' -ῖδος, ἡ, [[καλά]] εξοπλισμένος με περικνημίδες, [[πάνοπλος]], Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. <i>ἐυκνημῖδες</i>, <i>-ῖδας</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐϋκνήμῑς:''' -ῖδος, ἡ, [[καλά]] εξοπλισμένος με περικνημίδες, [[πάνοπλος]], Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. <i>ἐυκνημῖδες</i>, <i>-ῖδας</i>, σε Όμηρ.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ep. = [[εὐκνήμις]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋκνήμῑς Medium diacritics: ἐϋκνήμις Low diacritics: εϋκνήμις Capitals: ΕΫΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: eüknḗmis Transliteration B: euknēmis Transliteration C: eyknimis Beta Code: e)u+knh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, in Il. always epithet of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., -κνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1. II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn.D.7.140.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

German (Pape)

[ῑ], ep. = εὐκνήμις.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος adj. κνημίς с красивыми наголенниками, «пышнопоножий», по друг. κνήμη с красивыми голенями (Ἀχαιοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.

Greek Monolingual

ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλικνήμης, δασυκνήμης].

Greek Monotonic

ἐϋκνήμῑς: -ῖδος, ἡ, καλά εξοπλισμένος με περικνημίδες, πάνοπλος, Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. ἐυκνημῖδες, -ῖδας, σε Όμηρ.