μονοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "n’a" to "n'a")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>t. de prosod.</i> qui n’a qu'un pied.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[βαίνω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>t. de prosod.</i> qui n'a qu'un pied.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:19, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοβᾱ́μων Medium diacritics: μονοβάμων Low diacritics: μονοβάμων Capitals: ΜΟΝΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: monobámōn Transliteration B: monobamōn Transliteration C: monovamon Beta Code: monoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, A walking alone, E.Hyps.Fr.3(1).38 (lyr.). 2 μέτρον μ. metre of but one foot, Simm. 26.9.

German (Pape)

[Seite 202] ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
t. de prosod. qui n'a qu'un pied.
Étymologie: μόνος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μονοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) содержащий только одну (стихотворную) стопу, одностопный (μέτρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ βαδίζων μόνος, μέτρον μ., ἑνὸς μόνου ποδός, Ἀνθ. Π. 15. 27.

Greek Monolingual

μονοβάμων, -ον (Α)
1. αυτός που βαδίζει μόνος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Greek Monotonic

μονοβάμων: [ᾱ], -ον (βῆμα), γεν. -ονος, αυτός που περπατάει μόνος· μέτρον μονοβάμον, μήκος ίσο με ενός μόνο ποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

μονο-βά¯μων, ον, βῆμα
walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.