ἀφίδρυσις: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[elemento transferido de un santuario]] para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ [[βρέτας]] τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.<br /><b class="num">2</b> [[erección]], [[colocación]] de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[elemento transferido de un santuario]] para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ [[βρέτας]] τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.<br /><b class="num">2</b> [[erección]], [[colocación]] de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ [[ἀφίδρυσις]] ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:40, 11 December 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, Setting up a statue, Id.8.7.2, Plu. 2.1136a.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 elemento transferido de un santuario para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ βρέτας τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.
2 erección, colocación de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ IG 42.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ ἀφίδρυσις ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, das Aufstellen, Weihen einer (nach einem Vorbild gearbeiteten) Statue, τοῦ ἱεροῦ Strab. VIII, 7, 384; Plut. de mus. 14 ἀγάλματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίδρῡσις: εως ἡ установление, установка (ἀγάλματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίδρῡσις: -εως, ἡ, ἵδρυσις ἢ καθιέρωσις ἀγάλματος πεποιημένου κατ’ ἀπομίμησιν ἀρχετύπου, Στράβων 385, Πλούτ. 2. 1136Α.
Greek Monolingual
ἀφίδρυσις, η (Α) αφιδρύομαι
το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο.