ἀποπυνθάνομαι: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αποθ., [[ερευνώ]] ή [[ερωτώ]] να πληροφορηθώ για, [[ἀποπυνθάνομαι]] ( | |lsmtext='''ἀποπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αποθ., [[ερευνώ]] ή [[ερωτώ]] να πληροφορηθώ για, [[ἀποπυνθάνομαι]] (αὐτοῦ) <i>εἰ..</i>., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[inquire]] or ask of, ἀπ. | |mdlsjtxt=<br />Mid. to [[inquire]] or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him [[whether]].., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 11 December 2022
English (LSJ)
inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ .. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.
Spanish (DGE)
informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).
German (Pape)
[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.
French (Bailly abrégé)
s'informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.
Greek Monolingual
ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.
Greek Monotonic
ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.