ὅρισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] τό, die Gränze; Eur. oft, [[ἕως]] γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] τό, die Gränze; Eur. oft, [[ἕως]] γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥσπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:28, 29 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρισμα Medium diacritics: ὅρισμα Low diacritics: όρισμα Capitals: ΟΡΙΣΜΑ
Transliteration A: hórisma Transliteration B: horisma Transliteration C: orisma Beta Code: o(/risma

English (LSJ)

Ion. οὔρ-, ατος, τό, (ὁρίζω) boundary, limit, Hdt.2.17: and in plural, like ὅρια 1, Id.4.45, E.Hec.16; ὅ. βαρβάρων against them, Id.IA952 : prov., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, of matters which should be kept apart, Trag.Adesp.560.

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Gränze; Eur. oft, ἕως γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥσπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.
Étymologie: ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὅρισμα: ион. οὔρισμα, ατος τό (преимущ. pl.)
1 граница, рубеж, предел, Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;
2 pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὅρισμα: Ἰων. οὔρ-, τό, (ὁρίζω) ὅριον, σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - ὅρισμα βαρβάρων, ἐναντίον αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅρισμα˙ στήριγμα. ἢ ὅρος».

Greek Monotonic

ὅρισμα: -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό (ὁρίζω), σύνορο, όριο, και στον πληθ., σύνορα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὁρίζω
a boundary, limit, and in plural, boundaries, the borders, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

boundary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)