λεσβιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(23)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λεσβιάζω
|Medium diacritics=λεσβιάζω
|Low diacritics=λεσβιάζω
|Capitals=ΛΕΣΒΙΑΖΩ
|Transliteration A=lesbiázō
|Transliteration B=lesbiazō
|Transliteration C=lesviazo
|Beta Code=lesbia/zw
|Definition=[[do like the Lesbian women]], Latin [[fellare]], Ar. ''Ra.'' 1308, Luc. ''Pseudol.'' 28.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=imiter les Lesbiennes.<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]].
|btext=[[imiter les Lesbiennes]].<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''λεσβιάζω:''' [[следовать лесбосским нравам]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσβιάζω Medium diacritics: λεσβιάζω Low diacritics: λεσβιάζω Capitals: ΛΕΣΒΙΑΖΩ
Transliteration A: lesbiázō Transliteration B: lesbiazō Transliteration C: lesviazo Beta Code: lesbia/zw

English (LSJ)

do like the Lesbian women, Latin fellare, Ar. Ra. 1308, Luc. Pseudol. 28.

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.