λεσβιάζω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=imiter les Lesbiennes.<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]].
|btext=[[imiter les Lesbiennes]].<br />'''Étymologie:''' [[Λέσβιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεσβιάζω:''' следовать лесбосским нравам Arph.
|elrutext='''λεσβιάζω:''' [[следовать лесбосским нравам]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσβιάζω Medium diacritics: λεσβιάζω Low diacritics: λεσβιάζω Capitals: ΛΕΣΒΙΑΖΩ
Transliteration A: lesbiázō Transliteration B: lesbiazō Transliteration C: lesviazo Beta Code: lesbia/zw

English (LSJ)

do like the Lesbian women, Latin fellare, Ar. Ra. 1308, Luc. Pseudol. 28.

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.