ἀνθυπείκω: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=céder à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπείκω]]. | |btext=[[céder à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπείκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:10, 8 January 2023
English (LSJ)
yield in turn or yield mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.
Spanish (DGE)
ceder a su vez c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.Cor.18, cf. D.C.45.8.2
•abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.
German (Pape)
[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
céder à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπείκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπείκω: делать взаимные уступки (τινί Plut.); уступать (ἀλλήλοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
Greek Monolingual
ἀνθυπείκω (Α) υπείκω
υποχωρώ με τη σειρά μου ή κάνω αμοιβαίες υποχωρήσεις έναντι κάποιου άλλου.
Greek Monotonic
ἀνθυπείκω: μέλ. -ξω, υποχωρώ αμοιβαία, εις ανταπόδοση, τινί, σε Πλούτ.