γλυκόπικρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont l'amertume a qqe douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]], [[πικρός]].
|btext=ος, ον :<br />[[dont l'amertume a qqe douceur]].<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]], [[πικρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[γλυκύπικρος]], -ον, Μ [[γλυκόπικρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γεύση]] και γλυκιά και πικρή<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] και [[ευχάριστος]] και [[δυσάρεστος]], ο [[οποίος]] φέρνει και [[χαρά]] ή [[ηδονή]] και [[πίκρα]] ή [[οδύνη]] (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.<br />γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... [[ὄρπετον]]» — γλυκόπικρο [[ερπετό]], [[Σαπφώ]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[γλυκύπικρος]], -ον, Μ [[γλυκόπικρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γεύση]] και γλυκιά και πικρή<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] και [[ευχάριστος]] και [[δυσάρεστος]], ο [[οποίος]] φέρνει και [[χαρά]] ή [[ηδονή]] και [[πίκρα]] ή [[οδύνη]] (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.<br />γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... [[ὄρπετον]]» — γλυκόπικρο [[ερπετό]], [[Σαπφώ]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'amertume a qqe douceur.
Étymologie: γλυκύς, πικρός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γλυκύπικρος, -ον, Μ γλυκόπικρος, -ον)
1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή
2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.
γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... ὄρπετον» — γλυκόπικρο ερπετό, Σαπφώ).