γηροκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{bailly
|lstext='''γηροκόμος''': -ον, ([[κομέω]]) ὁ περιθάλπων τὸ [[γῆρας]], χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· [[δαίμων]] ἀντ᾿[[ἐμέθεν]] ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.
|btext=ος, ον :<br />[[qui prend soin de la vieillesse]].<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[κομέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γηροκόμος]] -ον [[γῆρας]], [[κομέω]] [[oude mensen verzorgend]].
}}
{{pape
|ptext=<i>alte [[Leute]] [[pflegend]]</i>, Hes. <i>Th</i>. 605 und Sp., wie Opp. <i>H</i>. 5.85.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[κομέω]].
|elrutext='''γηροκόμος:''' Hes. = [[γηροβοσκός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 20:
|lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γηροκόμος:''' Hes. = [[γηροβοσκός]].
|lstext='''γηροκόμος''': -ον, ([[κομέω]]) ὁ περιθάλπων τὸ [[γῆρας]], χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· [[δαίμων]] ἀντ᾿[[ἐμέθεν]] ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γηροκόμος]] -ον [[γῆρας]], [[κομέω]] oude mensen verzorgend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κομέω]]<br />tending old age, Hes.
|mdlsjtxt=[[κομέω]]<br />tending old age, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin de la vieillesse.
Étymologie: γῆρας, κομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηροκόμος -ον γῆρας, κομέω oude mensen verzorgend.

German (Pape)

alte Leute pflegend, Hes. Th. 605 und Sp., wie Opp. H. 5.85.

Russian (Dvoretsky)

γηροκόμος: Hes. = γηροβοσκός.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): γηρω- Lib.Decl.49.25
• Morfología: [gen. ép. -οιο Hes.Th.605]
I 1atendido en la vejez γενέτας IMEG 67.6 (II a.C.).
2 que cuida en la vejez ἔσῃ τ' ἐμοὶ εἰς κηδεμόνα καὶ γηροκόμον I.AI 1.231, cf. Lib.l.c., θυγατέρες ITomis 174.9 (II/III d.C.), χείρ IG 22.7447.14 (II d.C.), φροντίσι γηροκόμοισιν con solícitas preocupaciones por el anciano (padre), Opp.H.5.85, γεροκόμοι ἐλπίδες esperanzas que dan aliento en la vejez Gr.Naz.M.35.928A, cf. A.D.Pron.5.6.
II subst. ὁ γ.
1 persona que cuida en la vejez χήτει γηροκόμοιο sin tener quien cuide en la vejez Hes.l.c.
2 necesidad de atención en la vejez ἡμῖν τε ὁ γ. ἐγγύς Alciphr.2.13.3.

Greek Monolingual

γηροκόμος, ο, η (Α γηροκόμος, -ον
Μ γηροκόμος, ο, η)
αυτός που φροντίζει τους γέρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -κόμος < κομώ].

Greek Monotonic

γηροκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

γηροκόμος: -ον, (κομέω) ὁ περιθάλπων τὸ γῆρας, χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· δαίμων ἀντ᾿ἐμέθεν ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.

Middle Liddell

κομέω
tending old age, Hes.