δυσκαρτέρητος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[καρτερέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à supporter]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[καρτερέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαρτέρητος Medium diacritics: δυσκαρτέρητος Low diacritics: δυσκαρτέρητος Capitals: ΔΥΣΚΑΡΤΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskartérētos Transliteration B: dyskarterētos Transliteration C: dyskarteritos Beta Code: duskarte/rhtos

English (LSJ)

ον, hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.

Greek Monolingual

δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.