Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεωροσοφιστής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sophiste qui se perd dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σοφιστής]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[sophiste qui se perd dans les nues]].<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σοφιστής]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροσοφιστής Medium diacritics: μετεωροσοφιστής Low diacritics: μετεωροσοφιστής Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΣΟΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: meteōrosophistḗs Transliteration B: meteōrosophistēs Transliteration C: meteorosofistis Beta Code: metewrosofisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, astronomical sophist, Ar.Nu.360.

German (Pape)

[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.

Greek Monolingual

μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.

Greek Monotonic

μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μετεωρο-σοφιστής, οῦ, ὁ,
an astrological sophist, Ar.