κυλλάστις: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />[[pain égyptien fait avec de l'épeautre]].<br />'''Étymologie:''' DELG <i>égyptien</i> klšt.
}}
{{elru
|elrutext='''κυλλάστις:''' ιος ὁ Arph. = [[κυλλῆστις]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κυλλάστις''': Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. [[αὐτόθι]] 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.
|lstext='''κυλλάστις''': Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. [[αὐτόθι]] 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ιος () :<br />pain égyptien fait avec de l’épeautre.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>égyptien</i> klšt.
|mltxt=κυλλᾱστις και [[κύλλαστις]] και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το [[είδος]] κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>klšt</i> ή <i>kršt</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυλλάστις:''' Ιων. -ήστις, <i>-ιος</i>, <i></i>, αιγυπτιακό [[ψωμί]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Aegyptian [[bread]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
pain égyptien fait avec de l'épeautre.
Étymologie: DELG égyptien klšt.

Russian (Dvoretsky)

κυλλάστις: ιος ὁ Arph. = κυλλῆστις.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλάστις: Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. αὐτόθι 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.

Greek Monolingual

κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].

Greek Monotonic

κυλλάστις: Ιων. -ήστις, -ιος, , αιγυπτιακό ψωμί, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Aegyptian bread, Hdt.