λυμαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[destructeur]].<br />'''Étymologie:''' λυμαίνομαι.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:01, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήρ Medium diacritics: λυμαντήρ Low diacritics: λυμαντήρ Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: lymantḗr Transliteration B: lymantēr Transliteration C: lymantir Beta Code: lumanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.

German (Pape)

[ῡ], ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Greek Monotonic

λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῡμαντήρ, ῆρος,
a spoiler, destroyer, Xen.