νανοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de la stature d'un nain.<br />'''Étymologie:''' [[νάννος]], [[φύω]].
|btext=ής, ές :<br />[[de la stature d'un nain]].<br />'''Étymologie:''' [[νάννος]], [[φύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:01, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱνοφῠής Medium diacritics: νανοφυής Low diacritics: νανοφυής Capitals: ΝΑΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: nanophyḗs Transliteration B: nanophyēs Transliteration C: nanofyis Beta Code: nanofuh/s

English (LSJ)

ές, of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la stature d'un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

Greek Monolingual

-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].

Greek Monotonic

νᾱνοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νᾱνο-φυής, ές [φυή]
of dwarfish stature, Ar.

English (Woodhouse)

dwarfish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)