μυστηριώδης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
|btext=ης, ες:<br />[[de nature mystérieuse]].<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηριώδης Medium diacritics: μυστηριώδης Low diacritics: μυστηριώδης Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: mystēriṓdēs Transliteration B: mystēriōdēs Transliteration C: mystiriodis Beta Code: musthriw/dhs

English (LSJ)

ες, like mysteries, τελεταί Plu.2.10e, cf. 996b; διαπράττεσθαι τὰ μ. πράγματα (euphemism) Steph.in Hp.1.100 D.; of a remedy, Alex.Trall.1.15.

German (Pape)

[Seite 223] ες, mysterienartig, Plut. de esu carn. 1 E.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de nature mystérieuse.
Étymologie: μυστήριον.

Russian (Dvoretsky)

μυστηριώδης: тайный, таинственный (τελεταί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστηριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μυστήριον, μυστηριώδης, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυστηριώδης, -ῶδες) μυστήριον
ακατανόητος, ακατάληπτος
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)
αρχ.
(για φάρμακο) αυτό του οποίου η σύσταση τηρείται μυστική.
επίρρ...
μυστηριωδώς (Α μυστηριωδῶς)
με μυστηριώδη τρόπο.