σίδιον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />écorce de grenade.<br />'''Étymologie:''' [[σίδη]]¹.
|btext=ου (τό) :<br />[[écorce de grenade]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδη]]¹.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδιον Medium diacritics: σίδιον Low diacritics: σίδιον Capitals: ΣΙΔΙΟΝ
Transliteration A: sídion Transliteration B: sidion Transliteration C: sidion Beta Code: si/dion

English (LSJ)

τό, (σίδη) pomegranate peel, Hp.Nat.Mul.33, Ulc.12, Thphr.CP5.6.1: pl., Ar.Nu.881, Dsc.1.110, Alciphr.3.60. [σῐ- Ar. l.c.; σῑ- Luc.Trag.156.]

German (Pape)

[Seite 880] τό, die Schale des Granatapfels, eigtl. dim. von σίδη, Ar. Nubb. 871; Alciphr. 3, 60 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
écorce de grenade.
Étymologie: σίδη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίδιον -ου, τό [σίδη] schil van een granaatappel.

Russian (Dvoretsky)

σίδιον: (ῐ Arph., ῑ Luc.) τό σίδη гранатовая корка Arph., Luc.

Greek Monotonic

σίδιον: [σῐ], τό (σίδη), φλοιός, περικάρπιο ροδιού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σίδιον: τό, (σίδη) φλοιὸς ῥοιᾶς («ῥοϊδίου»), Ἱππ. 574. 25, Ἀριστοφ. Νεφ. 881, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 6, 1· τὰ σίδια = τὰ περικόρπια τῶν ῥοιῶν, Ἀλκίφρ. 3. 80. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίδια· τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα· σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν», καὶ «σιδίῳ· κόκκῳ ῥοιᾶς». [σῐ- Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῑ- Λουκ. Τραγ. 156].

Middle Liddell

σῐ́διον, ου, τό, σίδη
pomegranate-peel, Ar.