ποσσίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé avec les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κρότος]].
|btext=ος, ον :<br />[[frappé avec les pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κρότος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:39, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσσίκροτος Medium diacritics: ποσσίκροτος Low diacritics: ποσσίκροτος Capitals: ΠΟΣΣΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: possíkrotos Transliteration B: possikrotos Transliteration C: possikrotos Beta Code: possi/krotos

English (LSJ)

ον, A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66. II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.

German (Pape)

[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποσσίκροτος -ον [πούς, κρότος] daverend van voetgestamp

Russian (Dvoretsky)

ποσσίκροτος: ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок (Τεγέη Her.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].

Greek Monotonic

ποσσίκροτος: -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.

Middle Liddell

ποσσί-κροτος, ον,
struck with the foot in dancing, Orac. ap. Hdt.