ὀνείρειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]].
|btext=α, ον :<br />][[qui concerne les songes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 16:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρειος Medium diacritics: ὀνείρειος Low diacritics: ονείρειος Capitals: ΟΝΕΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: oneíreios Transliteration B: oneireios Transliteration C: oneireios Beta Code: o)nei/reios

English (LSJ)

α, ον, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.

German (Pape)

[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
]qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.

English (Autenrieth)

ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.

Greek Monolingual

ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.

Greek Monotonic

ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).

Middle Liddell

ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.