ἐνυδρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[qui vit sur l'eau]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔνυδρος]], [[βίος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).
German (Pape)
[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur l'eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.
Greek Monolingual
ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Greek Monotonic
ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.