ἔξαμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />][[ce qui sert à allumer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[ce qui sert à allumer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 17:20, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 867] τό, 1) das Angeknüpfte, Anknüpfungspunkt, Handhabe, Themist. or. 13 p. 166 a. – 2) πυρός, die Entzündung, Plut. aqu. et. ign. comp. E.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui sert à allumer.
Étymologie: ἐξάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαμμα: ατος τό ἐξάπτω II] горение, пылание (πυρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαμμα: τό, (ἐξάπτω) λαβή, Λατ. ansa, Θεμίστ. 166Α. ΙΙ. πυρὸς ἔξαμμα, ἄναμμα ἐκ πυρός, Πλούτ. 2. 958Ε· τὸ ἀνάπτειν φλόγα, Εὐστ. Πονημάτ. 118. 71.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mango, empuñadura fig. οὐκ εἶχον ἔξαμμα ὅπως αὐτῆς ἐπιλαβοίμην Them.Or.13.166a.
2 masa ígnea τὸ ἀθροισθὲν ἔξαμμα del sol, Chrysipp.Stoic.2.196, 199, fig. πυρὸς ἔξαμμα dicho del sentido de la vista, Plu.2.958e.

Greek Monolingual

ἔξαμμα, το (Α) εξάπτω
το σημείο από όπου κάποιος άπτεται, πιάνει κάτι, η λαβή
2. μτφ. στήριγμα, πάτημα
3. η ενέργεια του εξάπτω, ανάβω, το άναμμαἔξαμμα πυρός»).