αὐτοσφαγής: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui s'égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σφάζω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui s'égorge lui-même]], [[qui meurt égorgé par un des siens]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σφάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, slain by oneself or by kinsmen, both in S.Aj.841 (prob. spurious), cf. E.Ph.1316.
Spanish (DGE)
(αὐτοσφᾰγής) -ές
1 que se da la muerte, suicida S.Ai.841, E.Ph.1316.
2 que recibe la muerte de manos de uno de su familia αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο ¡ojalá perezcan asesinados a manos de sus más queridos allegados! S.Ai.841 (bis).
German (Pape)
[Seite 402] ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.
Étymologie: αὐτός, σφάζω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσφᾰγής: убивший сам себя или убитый своими близкими Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσφᾰγής: -ές, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἤ ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.
Greek Monolingual
αὐτοσφαγής, -ές (Α)
αυτός που σφάχτηκε μόνος του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σφαγής < σφάζω > (πρβλ. νεοσφαγής)].
Greek Monotonic
αὐτοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
σφάζω
slain by oneself or by kinsmen, Soph., Eur.