δωροδοκία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[corruption par des présents]], [[vénalité]].<br />'''Étymologie:''' [[δωροδόκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δωροδοκία -ας, [δωροδόκος] [[acceptatie van smeergeld]], [[corruptie]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />corruption par des présents, vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδόκος]].
|elrutext='''δωροδοκία:''' ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δωροδοκία:''' ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.
|lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 17:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδοκία Medium diacritics: δωροδοκία Low diacritics: δωροδοκία Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ
Transliteration A: dōrodokía Transliteration B: dōrodokia Transliteration C: dorodokia Beta Code: dwrodoki/a

English (LSJ)

ἡ, taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in plural, D.C.39.55, 50.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρες And.4.30, μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦ Lys.21.21, κατηγορεῖν δωροδοκίας acusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149, δ. καὶ πλεονεξία Plu.2.27c, τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμενας Thdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers. ἡ τῶν προεστώτων δ. Plb.5.43.6, Σκαύρου I.BI 1.132, cf. 297, δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδων Plu.Cor.14
jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημα Theopomp.Hist.90, κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης Plb.18.34.7, cf. D.H.4.40, τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖς Ph.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.

Russian (Dvoretsky)

δωροδοκία: ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.

Greek Monolingual

η (AM δωροδοκία)
1. αποδοχή δώρου για παράβαση καθήκοντος
2. διαφθορά με δώρα, δεκασμός.

Greek Monotonic

δωροδοκία: ἡ, αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.

Middle Liddell

δωροδοκία, ἡ, [from δωροδοκέω
a taking of bribes, openness to bribery, Oratt.

English (Woodhouse)

bribery, acceptance of bribes, taking bribes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)