θινώδης: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[couvert de sable]], [[de dunes]].<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.
German (Pape)
[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θῑνώδης:
1 песчаный (τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut.);
2 находящийся на песке, брошенный на песок (ἄγκιστρον ἀγκύρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.
Greek Monolingual
θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).