κουφισμός: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[allégement]], [[soulagement]].<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, A = κούφισις, ἀκληρημάτων D.S.25.17; συμφορᾶς J.AJ4.8.23; πάθους Plu.2.79c; πένθους κ. Epigr.Gr.406.8 (Iconium): abs., Carneisc.Herc.1027.15; remission of taxation, Cod.Just.10.16.13 Intr.: Medic., alleviation, Erasistr. ap. Gal.5.139; κ. ποιέεσθαι, of remittent fevers, Aret.CA1.1 (pl.). II elision, Eust.150.24 (pl.), al.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.
German (Pape)
ὁ, = κούφισις, Sp., z.B. Plut. adv. Stoic. 19.
Russian (Dvoretsky)
κουφισμός: ὁ Plut. = κούφισμα.
Greek (Liddell-Scott)
κουφισμός: ὁ, = κούφισις. Πλούτ. 2. 79C· πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8· κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· ― ἀνακούφισις ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. ἔκθλιψις, «κατὰ κουφισμόν, ἤτοι ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.
Greek Monolingual
κουφισμός, ὁ (AM) κουφίζω (II)]
1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)
2. φορολογική απαλλαγή
μσν.
1. γραμμ. έκθλιψη
2. ανύψωση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφισμός -οῦ, ὁ [κουφίζω] verlichting, opluchting.