λειοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=[ῐ] ής, ές :<br />[[réduit en poudre fine]], [[Diosc]].<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειοτριβής''': -ές, λείως τετριμμένος, [[λεῖος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
|lstext='''λειοτριβής''': -ές, λείως τετριμμένος, [[λεῖος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
}}
{{bailly
|btext=[ῐ] ής, ές :<br />réduit en poudre fine, Diosc.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λειοτριβής]], -ές)<br />αυτός που με την [[τριβή]] έχει μεταβληθεί σε [[σκόνη]], κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, [[ψιλοαλεσμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τριβής</i>, <i>εν</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[λειοτριβής]], -ές)<br />αυτός που με την [[τριβή]] έχει μεταβληθεί σε [[σκόνη]], κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, [[ψιλοαλεσμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[ατριβής]], [[εντριβής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.

Greek (Liddell-Scott)

λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Greek Monolingual

-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].