πατρογενής: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />né dans le pays, indigène.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[γένος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[né dans le pays]], [[indigène]].<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[γένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:27, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, begotten of the father, Orac. ap. Dam.Pr.206.
German (Pape)
[Seite 536] ές, väterliches Geschlechts, vom Vater stammend, einheimisch, πατρογενεῖς θεοί, = πατρῷοι, Soph. Ant. 938, v.l. προγενεῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né dans le pays, indigène.
Étymologie: πατήρ, γένος.
Russian (Dvoretsky)
πατρογενής: отечественный, местный (θεοί Soph. - v.l. προγενής).
Greek (Liddell-Scott)
πατρογενής: αἰών, Ἰω. Λυδ. π. μηνῶν Β΄. 11. - Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδοκιμάζεται ὡς κακὴ γραφή, εὑρεθεῖσα ἔν τισι χειρογράφοις τοῦ Σοφοκλέους (ἐν Ἀντιγόνῃ στ. 939) ἀντὶ τοῦ ὡς ὀρθοῦ ἐκεῖ θεωρουμένου προγενής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο γεννημένος από τον Πατέρα, από το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής].