σολοικία: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[incorrection]], [[faute]].<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.
Russian (Dvoretsky)
σολοικία: ἡ неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
Greek Monolingual
ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.