σπαραγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />déchirant, convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[σπάραγμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[déchirant]], [[convulsif]].<br />'''Étymologie:''' [[σπάραγμα]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰραγμᾰτώδης:''' [[прерывистый]], [[судорожный]] ([[κραυγή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπάραγμα]], -<i>άγματος</i>]<br />ο όμοιος με [[σπάραγμα]] ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπάραγμα]], -<i>άγματος</i>]<br />ο όμοιος με [[σπάραγμα]] ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰραγμᾰτώδης:''' [[прерывистый]], [[судорожный]] ([[κραυγή]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 18:42, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαραγμᾰτώδης Medium diacritics: σπαραγματώδης Low diacritics: σπαραγματώδης Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sparagmatṓdēs Transliteration B: sparagmatōdēs Transliteration C: sparagmatodis Beta Code: sparagmatw/dhs

English (LSJ)

ες, convulsive, Plu.2.130d.

German (Pape)

[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰραγμᾰτώδης: прерывистый, судорожный (κραυγή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπάραγμα, -άγματος]
ο όμοιος με σπάραγμα ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.