ταὐτολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />redite, tautologie.<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[redite]], [[tautologie]].<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτολογία Medium diacritics: ταὐτολογία Low diacritics: ταυτολογία Capitals: ΤΑΥΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: tautología Transliteration B: tautologia Transliteration C: taftologia Beta Code: tau)tologi/a

English (LSJ)

ἡ, = ταὐτολόγημα (tautology), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. Inst. 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
redite, tautologie.
Étymologie: ταὐτολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.

Greek Monolingual

η / ταὐτολογία, ΝΜΑ ταὐτολόγος
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση της οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.