ἐπέλευσις: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />ce qui survient, événement.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐπέρχομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[ce qui survient]], [[événement]].<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐπέρχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:15, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, A coming on or to, arrival, ὄχλων Cat.Cod. Astr. 7.132, cf. Eust. 1574.59; touching on a thing, survey of it, Id. ad D. P. Prooem.p.71 B.; so [μέγεθος] ἐν διεξόδῳ καὶ ἐ. καθ' ἕκαστον μέρος αἰσθανόμεθα Plot.2.8.1, cf. Them.in de An.30.33. 2 adventitious impulse, Chrysipp.Stoic.2.282. 3 in Law, prosecution, PFay. 26.14 (ii A. D.), POxy.1638.13 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 914] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ce qui survient, événement.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέλευσις: -εως, ἡ, (ἐπέρχομαι) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, ἔλευσις, «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέλευσις: εως ἡ случайное обстоятельство, случайность Plut.