ἀλάθητος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λανθάνω]].
|btext=ος, ον :<br />[[à qui l'on ne cache rien]], [[à qui rien n'échappe]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λανθάνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάθητος Medium diacritics: ἀλάθητος Low diacritics: αλάθητος Capitals: ΑΛΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aláthētos Transliteration B: alathētos Transliteration C: alathitos Beta Code: a)la/qhtos

English (LSJ)

[λᾱ], ον, A gloss on ἄληστος, Suid.: coupled with ἄλαστος, Sch.E.Hec.685. 2 not escaping detection, Astramps. Orac.13.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλᾱ-]
1 que no pasa inadvertido, inolvidable ἀλάθητα ἔργα ποιῶν Sch.E.Hec.685D., κακά Eust.1415.12, Sud.s.u. ἄληστος.
2 al que no le pasa nada inadvertido, que todo lo ve τὸ θεῖον Aesop.36.2, 3, 67.2.

German (Pape)

[Seite 88] 1) nicht zu vergessen, VLL. – 2) dem Nichts entgeht; τὸ θεῖον Aesop. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.
Étymologie: , λανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάθητος: (λᾰ) от которого ничего не может укрыться, всевидящий (τὸ θεῖον Aesop.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάθητος: [λᾱ], ον, = ἄληστος, ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αλάθητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος
2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος
3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος
4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο
μσν.
αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, αξέχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἔλαθον, λανθάνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάθητο].