ὁμαυλία: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action d'habiter ensemble, d'avoir commerce avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαυλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[action d'habiter ensemble]], [[d'avoir commerce avec]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαυλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:24, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, a dwelling together, συζύγους ὁμαυλίας = wedded unions, A.Ch.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, das Zusammenwohnen, -liegen, der Beischlaf, Aesch. Ch. 591, Schol. ὁμοκοιτία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'habiter ensemble, d'avoir commerce avec.
Étymologie: ὅμαυλος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμαυλία: ἡ совместная жизнь, сожительство: σύζυγοι ὁμαυλίαι Aesch. брачные связи.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαυλία: ἡ, συνοίκησις, ὁμοκοιτία, συζύγους δ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599.
Greek Monolingual
ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)]
(ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὁμαυλία: ἡ, συγκατοίκηση, συνοίκηση, σύζυγοι ὁμ., τα δεσμά του γάμου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμαυλία, ἡ,
a dwelling together, σύζυγοι ὁμ. wedded unions, Aesch. [from ὅμαυλος