ὅμαυλος
English (LSJ)
ὅμαυλον, (αὐλή)
A living together, companion, θεῶν ὅμαυλοι POxy.1083 Fr.1.8 (Satyric drama), cf. Hsch., Phot.
2 neighbouring, τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5.
II (αὐλός) playing together on the flute, sounding together in concert, γῆρας Id.OT 187 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la flûte est à l'unisson ; fig. qui est en harmonie.
Étymologie: ὁμός, αὐλός.
Russian (Dvoretsky)
ὅμαυλος: αὐλή находящийся по соседству, соседний (χθών Soph.).
αὐλός согласно звучащий, однозвучный, т. е. сопутствующий (γῆρυς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὅμαυλος: -ον, (αὐλή), ὁμοῦ αὐλιζόμενος, ὁμόκοιτος, Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, γείτων, τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) ὁμοῦ ἠχῶν, στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.
Greek Monotonic
ὅμαυλος: -ον (αὐλή),·
I. συγκάτοικος,
II. (αὐλός) αυτός που συνηχεί ή βρίσκεται σε συμφωνία, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὅμ-αυλος, ον, [αὐλη]
sounding together or in concert, Soph.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik