δασπλής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />terrible.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />[[terrible]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆτος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. δάσπλητα Hsch.]<br />[[terrible]], [[espantoso]] de seres míticos Χάρυβδις Simon.17.1, Εὐμενίδες Euph.116, cf. Call.<i>Fr</i>.30<br /><b class="num">•</b>de pers. γυναῖκες Nonn.<i>D</i>.46.210<br /><b class="num">•</b>de anim. [[δύω]] δασπλῆτε ... δράκοντε Nic.<i>Th</i>.609<br /><b class="num">•</b>de cosas ὀδόντες Nonn.<i>D</i>.4.400, cf. 15.32, πέλεκυς Nonn.<i>D</i>.21.63<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[διάστασις]] <i>AP</i> 5.241 (Paul.Sil.), μόθος Nonn.<i>D</i>.23.25, κοιρανίη Nonn.<i>D</i>.14.298, [[ἀνάγκη]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.46.
}}
{{grml
|mltxt=[[δασπλής]] (-ῆτος), ο, η (Α)<br />[[τρομερός]], [[φοβερός]] («δασπλῆτα Χάρυβδιν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[δασπλήτις]] που αποδίδεται στη [[Χάρυβδη]], στις Ευμενίδες και στα φίδια].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 523] ῆτος, ὁ, ἡ, = folgdm, Εὐμενίδες Euphor. bei Schol. Soph. O. C. 681; ὀδόντες Nonn. D. 4, 400; πέλεκυς, μάχαιρα, 21, 63. 22, 219 u. öfter; διάστασις Paul. Sil. 39 (V, 241).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
terrible.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Morfología: [ac. δάσπλητα Hsch.]
terrible, espantoso de seres míticos Χάρυβδις Simon.17.1, Εὐμενίδες Euph.116, cf. Call.Fr.30
de pers. γυναῖκες Nonn.D.46.210
de anim. δύω δασπλῆτε ... δράκοντε Nic.Th.609
de cosas ὀδόντες Nonn.D.4.400, cf. 15.32, πέλεκυς Nonn.D.21.63
de abstr. διάστασις AP 5.241 (Paul.Sil.), μόθος Nonn.D.23.25, κοιρανίη Nonn.D.14.298, ἀνάγκη Nonn.Par.Eu.Io.7.46.

Greek Monolingual

δασπλής (-ῆτος), ο, η (Α)
τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια].