πολυτρήρων: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />abondant en pigeons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρήρων]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[abondant en pigeons]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρήρων]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:00, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρήρων Medium diacritics: πολυτρήρων Low diacritics: πολυτρήρων Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΡΩΝ
Transliteration A: polytrḗrōn Transliteration B: polytrērōn Transliteration C: polytriron Beta Code: polutrh/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, abounding in doves, Il.2.502,582.

German (Pape)

[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
abondant en pigeons.
Étymologie: πολύς, τρήρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.

Russian (Dvoretsky)

πολυτρήρων: ωνος adj. изобилующий голубями (Θίσβη Hom.).

English (Autenrieth)

ωνος: abounding in doves, Il. 2.502 and 582.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].

Greek Monotonic

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, άφθονος σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.

Middle Liddell

πολυ-τρήρων, ωνος, ὁ, ἡ,
abounding in doves, Il.