πτολιπόρθης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]]. | |btext=ου;<br />[[destructeur de villes]].<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
v. πτολίπορθος.
German (Pape)
[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.
French (Bailly abrégé)
ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.
Russian (Dvoretsky)
πτολῐπόρθης: Aesch. = πτολίπορθος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].
Greek Monotonic
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.
Middle Liddell
πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = πτολίπορθος, Aesch.]